αλαφοκερατάς

αλαφοκερατάς
και λαφοκερατάς, ο [αλαφοκέρατο]
αυτός που έχει κέρατα μεγάλα σαν τού ελαφιού
λέγεται για συζύγους που τούς απατούν φανερά οι γυναίκες τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλαφοκέρατο — και λαφοκέρατο, το το ελαφοκέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κέρατο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφοκερατάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”